Λέγεται, ότι κάποτε η Παναγία περνούσε από ένα ωραιότατο περιβόλι, με πολύ ωραία άνθη. Μάλιστα ένα από τα άνθη αυτά, την εντυπωσίασαν τόσο, που μπήκε στον πειρασμό και το έκοψε, αλλά όταν το έφερε στην μύτη της, για να απολαύσει το άρωμά του, διαπίστωσε έκπληκτη, ότι δεν είχε καμμία ευωδία. Δεν μύριζε καθόλου! Ένα κρύο πράγμα... Μόνο εξωτερική αίγλη και ομορφιά είχε. Η Παναγία μας τόσο λυπήθηκε, για το ωραίο αλλά άοσμο εκείνο άνθος, που το χαϊδεψε και είπε: - Καημένο άνθος! Γιατί εσύ να μην ευωδιάζεις; Και όταν άγγιξαν τα χέρια της Παναγίας το άνθος, τότε εκείνο αμέσως ανέδωσε…
Ένας Γέροντας Ασκητής που δεν κατέβαινε ποτέ στον κόσμο, είχε διακονητή ένα καλό χριστιανό. Αυτός πουλούσε τα πανέρια του Γέροντος και του έφερνε το ψωμί του.Στην πόλη που κατοικούσε ο διακονητής έμενε και κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν όμως κακότροπος και ασεβής άνθρωπος. Ξαφνικά μια μέρα πέθανε ο πλούσιος. Οι συγγενείς του για επίδειξι του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία. Όλη η πόλις και πρώτος ο Επίσκοπος μ’ ολόκληρο τον κλήρο, συνώδευσαν το νεκρό στο κοιμητήριο. Τον έθαψαν σε καλλιμάρμαρο μνημείο, για το οποίο σπαταλήθηκε ασυλλόγιστα πολύ χρήμα. Ύστερα από την κηδεία του πλουσίου, ξεκίνησε ο καλός χριστιανός να πάει στον Ασκητή…