‹‹Ήταν ένα χωράφι, που ανήκε σε δύο αδελφούς, από τους οποίους ο ένας τους ήταν παντρεμένος και είχε μεγάλη οικογένεια. Ένα βράδυ όταν ο θερισμός είχε τελειώσει και το στάρι είχε χωρισθεί σε δύο ίσους σωρούς, ένα για τον κάθε αδελφό, ο μεγαλύτερος είπε στη γυναίκα του:- Ο αδελφός μου είναι φανερό ότι κουράσθηκε αυτή τη χρονιά πολύ περισσότερο από μένα. Η μοιρασιά όπως έγινε δεν είναι δίκαιη. Θα σηκωθώ και θα προσθέσω στο μερίδιό του μερικά δεμάτια από το δικό μας μερίδιο, χωρίς να με καταλάβει.Αλλά και ο μικρότερος, πλημμυρισμένος από τα ίδια ευλογημένα αδελφικά αισθήματα, σκέφθηκε :- Ο…